προανακρούω

προανακρούω
ΝΑ [ἀνακρούω]
μέσ. προανακρούομαι
εκτελώ προανάκρουσμα
αρχ.
1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι από πριν ή πρώτος
2. εισάγω κάτι σαν προανάκρουσμα
3. (για δάσκαλο μουσικής) παίζω μουσικό τεμάχιο ως παράδειγμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναχαιτίζω».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • προανάκρουση — η / προανάκρουσις, ούσεως, ΝΑ [προανακρούω] η προκαταρκτική κρούση τών μουσικών οργάνων …   Dictionary of Greek

  • προανάκρουσμα — το, Ν 1. μικρό μουσικό τεμάχιο που παίζεται ως εισαγωγή σε εκτενέστερη σύνθεση, πρελούδιο 2. μτφ. ενέργεια που προετοιμάζει άλλη σπουδαιότερη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προανακρούω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • προπλήσσω — Α (σχετικά με φόρμιγγα) κρούω από πριν, προανακρούω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πλήσσω «χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”