ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
προανάκρουση — η / προανάκρουσις, ούσεως, ΝΑ [προανακρούω] η προκαταρκτική κρούση τών μουσικών οργάνων … Dictionary of Greek
προανάκρουσμα — το, Ν 1. μικρό μουσικό τεμάχιο που παίζεται ως εισαγωγή σε εκτενέστερη σύνθεση, πρελούδιο 2. μτφ. ενέργεια που προετοιμάζει άλλη σπουδαιότερη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προανακρούω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
προπλήσσω — Α (σχετικά με φόρμιγγα) κρούω από πριν, προανακρούω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πλήσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek